- κανθαροειδής
- κανθαρο-ειδής, ές, dem Käfer κάνϑαρος ähnlich
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κανθαροειδής — κανθαροειδής, ές (Α) όμοιος με κάνθαρο, με σκαθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάνθαρος + ειδής (< εἶδος)] … Dictionary of Greek
κανθαρώδης — κανθαρώδης, ες (Α) [κάνθαρος] κανθαροειδής*, όμοιος με κάνθαρο … Dictionary of Greek